Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

του παγωτού (el) γενική, ενικός, ουδέτερο

  • γενική (κλίση) || ενικού (αριθμού), του ουσιαστικού: (το) παγωτό ουδέτερο