Βουλγαρικά (bg) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

сладолед < сладък (γλυκός) και лед (πάγος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

сладолед (bg) αρσενικό



Σερβικά (sr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

сладолед (sr) (λατινική γραφή: sladoled) αρσενικό



Σλαβομακεδονικά (mk) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

сладолед (mk) αρσενικό