χωνάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χωνάκι | τα | χωνάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χωνάκι | τα | χωνάκια |
κλητική | χωνάκι | χωνάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χωνάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χωνάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό για το: χωνί
- (ειδικότερα) λεπτό και τραγανό μπισκότο σε σχήμα κώνου που χρησιμοποιείται για να τοποθετείται μέσα του παγωτό χύμα
- (κατ’ επέκταση) γενική ονομασία για χύμα παγωτά που πωλούνται αφού μπουν σε χωνάκι παγωτού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χωνί
χωνάκι