Ετυμολογία

επεξεργασία

lody < lód

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lody (pl) αρσενικό πληθυντικός

  1. το παγωτό

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • αν και σπανίζει χρησιμοποιείται και ο ενικός με ελαφρά διαφορετική κλίση από το lód

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

lody (pl)

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του lód