Δείτε επίσης: ὑάλινος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υάλινος η υάλινη το υάλινο
      γενική του υάλινου της υάλινης του υάλινου
    αιτιατική τον υάλινο την υάλινη το υάλινο
     κλητική υάλινε υάλινη υάλινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υάλινοι οι υάλινες τα υάλινα
      γενική των υάλινων των υάλινων των υάλινων
    αιτιατική τους υάλινους τις υάλινες τα υάλινα
     κλητική υάλινοι υάλινες υάλινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υάλινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑάλινος < ὕαλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈa.li.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐ά‐λι‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

υάλινος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία