Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις γυαλί και καρφί πάντοτε στον πληθυντικό καρφιά, γυαλιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝaˈʎa kaɾˈfça/

  Έκφραση επεξεργασία

γυαλιά καρφιά

  • σπάζω και καταστρέφω πολλά αντικείμενα κατά τη διάρκεια βίαιης σύγκρουσης, φιλονικίας
    Τσακώθηκε, θύμωσε και τα έκανε γυαλιά καρφιά μέσα στο μπαρ. Τώρα πρέπει να πληρώσει τις ζημιές.

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία