καρφιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaɾˈfça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐φιά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
καρφιά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καρφί
Εκφράσεις επεξεργασία
- (τα κάνω) γυαλιά καρφιά