Ετυμολογία

επεξεργασία
σπάζω < μεσαιωνική ελληνική σπάζω < αρχαία ελληνική ἔσπασα < σπάω

σπάζω ή σπάω, παθητική φωνή: σπάζομαι

→ δείτε τη λέξη  σπάω