γυαλένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γυαλένιος | η | γυαλένια | το | γυαλένιο |
γενική | του | γυαλένιου | της | γυαλένιας | του | γυαλένιου |
αιτιατική | τον | γυαλένιο | τη | γυαλένια | το | γυαλένιο |
κλητική | γυαλένιε | γυαλένια | γυαλένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γυαλένιοι | οι | γυαλένιες | τα | γυαλένια |
γενική | των | γυαλένιων | των | γυαλένιων | των | γυαλένιων |
αιτιατική | τους | γυαλένιους | τις | γυαλένιες | τα | γυαλένια |
κλητική | γυαλένιοι | γυαλένιες | γυαλένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝaˈle.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυα‐λέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίαγυαλένιος, -α, -ο
- ο γυάλινος
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυαλένιος
→ δείτε τη λέξη γυάλινος |