Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαμπόγυαλο < θαμπός + γυαλί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θαμπόγυαλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία