Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θαμπόγυαλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
θαμπόγυαλ
ο
τα
θαμπόγυαλ
α
γενική
του
θαμπόγυαλ
ου
των
θαμπόγυαλ
ων
αιτιατική
το
θαμπόγυαλ
ο
τα
θαμπόγυαλ
α
κλητική
θαμπόγυαλ
ο
θαμπόγυαλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θαμπόγυαλο
<
θαμπός
+
γυαλί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θαμπόγυαλο
ουδέτερο
θαμπό
γυαλί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θαμπόγυαλο