ενικός         πληθυντικός  
cam cams
ΔΦΑ : /kam/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

cam (ro)

  1. άδοντο γρανάζι κυμαινόμενης ακτίνας (κοινό στα ιαπωνικά αυτόματα)
  2. Συντομομορφή: (η) κάμερα

Ουσιαστικό

επεξεργασία