ὑάλιον
λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὑάλιον | τὰ | ὑάλια | ||||
γενική | τοῦ | ὑαλίου | τῶν | ὑαλίων | ||||
δοτική | τῷ | ὑαλίῳ | τοῖς | ὑαλίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ὑάλιον | τὰ | ὑάλια | ||||
κλητική ὦ! | ὑάλιον | ὑάλια | ||||||
Κατά την αρχαία κλίση. | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑάλιον < αρχαία ελληνική ὕαλος + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑάλιον ουδέτερο
- ο καθρέφτης, το κάτοπτρο
- ※ 16ος αιώνας Δαμασκηνός ο Στουδίτης, Ομιλία 25
- ἐκοίταζα εἰς τὸ ὑάλιον τὸ πρόσωπόν μου.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .