↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυαλόχαρτο τα γυαλόχαρτα
      γενική του γυαλόχαρτου των γυαλόχαρτων
    αιτιατική το γυαλόχαρτο τα γυαλόχαρτα
     κλητική γυαλόχαρτο γυαλόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυαλόχαρτο < γυαλί + χαρτί
 
ένα φύλλο γυαλόχαρτο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυαλόχαρτο ουδέτερο

  • χαρτί με μικροσκοπικά κομμάτια γυαλιού κολλημένα στη μια του επιφάνεια που χρησιμοποιείται για το τρίψιμο επιφανειών ώστε να γίνουν λείες

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία