↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σμυριδόχαρτο τα σμυριδόχαρτα
      γενική του σμυριδόχαρτου των σμυριδόχαρτων
    αιτιατική το σμυριδόχαρτο τα σμυριδόχαρτα
     κλητική σμυριδόχαρτο σμυριδόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμυριδόχαρτο < σμύριδα + χαρτί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σμυριδόχαρτο ουδέτερο

  • χαρτί στη μία όψη του οποίου έχουν κολληθεί μικροσκοπικά κομμάτια σμύριδας και χρησιμοποιείται για το τρίψιμο ξύλινων επιφανειών, ώστε να γίνουν λείες

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία