σμυριδόπανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σμυριδόπανο ουδέτερο
- πανί στο οποίο έχουν επικολληθεί κόκκοι από σμυρίδα και χρησιμοποιείται κυρίως για τη λείανση μεταλλικών επιφανειών
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σμυριδόπανο