• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τρίψιμο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρίψιμο τα τριψίματα
      γενική του τριψίματος των τριψιμάτων
    αιτιατική το τρίψιμο τα τριψίματα
     κλητική τρίψιμο τριψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίψιμο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρίψιμον. Συγχρονικά αναλύεται σε (τρίβω) (έ)τριψ- + -ιμο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρίψιμο ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τρίβω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τρίψιμο
  • αγγλικά : abrading (en)
  • γαλλικά : frottement (fr), abrasion (fr)
  • γερμανικά : Reibung (de)
  • ιταλικά : abrasione (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τρίψιμο&oldid=5521701"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 13:31

Γλώσσες

    • Limburgs
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 13:31.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας