Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρίψιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τρίψιμ
ο
τα
τριψίμ
ατ
α
γενική
του
τριψίμ
ατ
ος
των
τριψιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
τρίψιμ
ο
τα
τριψίμ
ατ
α
κλητική
τρίψιμ
ο
τριψίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρίψιμο
<
(
κληρονομημένο
)
μεσαιωνική ελληνική
τρίψιμον
. Συγχρονικά αναλύεται σε (
τρίβω
)
(έ)τριψ-
+
-ιμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρίψιμο
ουδέτερο
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
του
τρίβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρίψιμο
αγγλικά
:
abrading
(en)
γαλλικά
:
frottement
(fr)
,
abrasion
(fr)
γερμανικά
:
Reibung
(de)
ιταλικά
:
abrasione
(it)