verre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
verre < παλαιά γαλλική voirre < λατινική vitrum
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
verre | verres |
verre (fr) αρσενικό
verre < παλαιά γαλλική voirre < λατινική vitrum
ενικός | πληθυντικός |
verre | verres |
verre (fr) αρσενικό