verré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- verré < verre
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | verré | verrés |
θηλυκό | verrée | verrées |
verré (fr)
- καλυμμένος από σκόνη γυαλιού
- (τεχνολογία) γυάλινος (εξ ολοκλήρου ή εν μέρει)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη verre