verrée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- verrée < verre
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
verrée | verrées |
verrée (fr) θηλυκό
- (Ελβετία) συγκέντρωση όπου σερβίρονται ποτά (συμπόσιο)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη verre