Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

verrée < verre

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
verrée verrées

verrée (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη verre