Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

verroterie < verrot

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
verroterie verroteries

verroterie (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη verre