verrerie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- verrerie < verre
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
verrerie | verreries |
verrerie (fr) θηλυκό
- υαλουργείο, υαλοποιείο
- η υαλουργία
- το εμπόριο του γυαλιού
- κατάστημα πώλησης γυάλινων αντικειμένων
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη verre