Επίθετο

επεξεργασία

vert (en)

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vert verts

vert (fr) αρσενικό

  1. πράσινος
  2. άγουρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vert verts

vert (fr) αρσενικό