Ετυμολογία

επεξεργασία
verrière < verre

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
verrière verrières

verrière (fr) θηλυκό

  1. μεγάλος γυάλινος τοίχος ή οροφή
  2. μεγάλο άνοιγμα κοσμημένο με βιτρό
  3. η καμπίνα ενός πιλότου

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη verre