καμπίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμπίνα | οι | καμπίνες |
γενική | της | καμπίνας | των | (καμπινών) |
αιτιατική | την | καμπίνα | τις | καμπίνες |
κλητική | καμπίνα | καμπίνες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καμπίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cabina
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμπίνα θηλυκό
- μικρό δωμάτιο, οριοθετημένος χώρος