γυαλάδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝaˈla.ði.ko/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γυαλάδικο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γυαλάδικο
→ δείτε τη λέξη υαλοπωλείο |
γυαλάδικο ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη υαλοπωλείο |