υαλοπωλείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υαλοπωλείο < (καθαρεύουσα) ὑαλοπωλεῖον. Αναλύεται σε υαλο- + -πωλείο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυαλοπωλείο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υαλοπωλείο