Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταύρος εν υαλοπωλείω < (καθαρεύουσα) ταῦρος ἐν ὑαλοπωλείῳ → δείτε τις λέξεις ταῦρος, ταύρος, ἐν, εν και ὑαλοπωλεῖον στη δοτική ενικού (υαλοπωλείο)

  Έκφραση επεξεργασία

ταύρος εν υαλοπωλείω

  Μεταφράσεις επεξεργασία