καταστρεπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καταστρεπτικός < καταστρέφ(ω) + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική destructif)
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
καταστρεπτικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που καταστρέφει, που συντελεί σε καταστροφή
- (μεταφορικά) που επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καταστρεπτικά
- καταστρεπτικότητα
- → δείτε τις λέξεις καταστρέφω, κατά και στρέφω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταστρεπτικός