Ετυμολογία

επεξεργασία

catastrophique < → δείτε τις λέξεις catastrophe και -ique

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ta.stʁɔ.fik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
catastrophique catastrophiques

catastrophique (fr) αρσενικό ή θηλυκό