Ετυμολογία

επεξεργασία
ruiniga < ruin + -ig- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ruiniga ruinigaj
αιτιατική ruinigan ruinigajn

ruiniga (eo)

la ciklono estis tre ruiniga - ο κυκλώνας ήταν πολύ καταστρεπτικός