φθοροποιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φθοροποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φθοροποιός. Συγχρονικά αναλύεται σε (φθείρω) φθορ- + -ο- + -ποιός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fθo.ɾo.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φθο‐ρο‐ποι‐ός
Επίθετο
επεξεργασίαφθοροποιός
- που φθείρει το σώμα ή την ψυχή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φθοροποιός < φθορο(ποιέω) (προκαλώ τραύμα) + -ποιός < (αρχαία ελληνική φθείρω) φθορ- + -ο- + -ποιός
Επίθετο
επεξεργασίαφθοροποιός, -ός, -όν
- (ελληνιστική κοινή) φθοροποιός, που προκαλεί φθορά, καταστροφή
- ↪ φθοροποιός δύναμις, φθοροποιόν πάθος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φθείρω, θέμα φθορ-
Πηγές
επεξεργασία- φθοροποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.