πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φθοροποιός η φθοροποιός
& φθοροποιά
το φθοροποιό
      γενική του φθοροποιού της φθοροποιού
& φθοροποιάς
του φθοροποιού
    αιτιατική τον φθοροποιό τη φθοροποιό
& φθοροποιά
το φθοροποιό
     κλητική φθοροποιέ φθοροποιέ
& φθοροποιά
φθοροποιό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φθοροποιοί οι φθοροποιοί
& φθοροποιές
τα φθοροποιά
      γενική των φθοροποιών των φθοροποιών των φθοροποιών
    αιτιατική τους φθοροποιούς τις φθοροποιούς
& φθοροποιές
τα φθοροποιά
     κλητική φθοροποιοί φθοροποιοί
& φθοροποιές
φθοροποιά
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «φθοροποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
φθοροποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φθοροποιός. Συγχρονικά αναλύεται σε (φθείρω) φθορ- + -ο- + -ποιός

φθοροποιός

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φθοροποιός τὸ φθοροποιόν
      γενική τοῦ/τῆς φθοροποιοῦ τοῦ φθοροποιοῦ
      δοτική τῷ/τῇ φθοροποι τῷ φθοροποι
    αιτιατική τὸν/τὴν φθοροποιόν τὸ φθοροποιόν
     κλητική ! φθοροποιέ φθοροποιόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φθοροποιοί τὰ φθοροποιᾰ́
      γενική τῶν φθοροποιῶν τῶν φθοροποιῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς φθοροποιοῖς τοῖς φθοροποιοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς φθοροποιούς τὰ φθοροποιᾰ́
     κλητική ! φθοροποιοί φθοροποιᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φθοροποιώ τὼ φθοροποιώ
      γεν-δοτ τοῖν φθοροποιοῖν τοῖν φθοροποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
φθοροποιός < φθορο(ποιέω) (προκαλώ τραύμα) + -ποιός < (αρχαία ελληνική φθείρω) φθορ- + -ο- + -ποιός

φθοροποιός, -ός, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη φθείρω, θέμα φθορ-