υαλο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υαλο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑαλο- < αρχαία ελληνική ὕαλο(ς), ή και λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyalo- < αρχαία ελληνική ὕαλος [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.a.lo-/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐α‐λο-
Πρόθημα
επεξεργασία
υαλο-, υαλό- και υαλ-
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ υαλο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας