βάζω τα γυαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈva.zo ta‿ʝaˈʎa/
Έκφραση
επεξεργασίαβάζω τα γυαλιά
- κάνω κάτι με τον σωστό τρόπο και έτσι αποδεικνύεται ότι είμαι καλύτερος από άλλους, που θα αναμενόταν ότι θα τα κατάφερναν καλύτερα
- Νόμιζα ότι ήμουν καλός στα μαθηματικά, αλλά στο διαγώνισμα η Μαρία έβαλε σε όλους μας τα γυαλιά. Ήρθε πρώτη! Ποιος να το περίμενε!
- (κυριολεκτικά) → δείτε τις λέξεις βάζω και γυαλιά
- η Μαρία έβαλε τα γυαλιά της και άρχισε να διαβάζει