κουμπωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακουμπωτός
- που έχει κουμπιά με τα οποία κλείνει
- που είναι δυνατόν να «κουμπώσει», να δέσει / εφαρμόσει τέλεια σε κάτι άλλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουμπωτός
|