Μπαγιόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /baˈʝon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπα‐γιόν
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜπαγιόν θηλυκό άκλιτο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Μπαγιόν στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μπαγιόν
|