βιδωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαβιδωτά < βιδωτός
Επίρρημα
επεξεργασίαβιδωτά
- με βίδωμα, βιδώνοντας
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιδωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβιδωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βιδωτό