Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγκυλωτός < (που έχει) ἀγκύλη

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγκυλωτός θηλυκό

  • (για ακόντιο) που έχει ιμάντα για να εκτοξεύεται