Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀγκύλη θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγκύλη < ἀγκύλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀγκύλη θηλυκό

  1. η καμπή του αγκώνα και του γόνατου
  2. αγκύλωση
  3. θηλιά
  4. ιμάντας με το οποίο έριχναν το ακόντιο
  5. (κατ’ επέκταση) ακόντιο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ἀγκύλη