ἀγκύλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀγκύλη θηλυκό
- πολυτονική γραφή της λέξης αγκύλη
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ἀγκύλη < ἀγκύλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀγκύλη θηλυκό
- η καμπή του αγκώνα και του γόνατου
- αγκύλωση
- θηλιά
- ιμάντας με το οποίο έριχναν το ακόντιο
- (κατ’ επέκταση) ακόντιο
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ἀγκύλη