πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκύλωση οι αγκυλώσεις
      γενική της αγκύλωσης* των αγκυλώσεων
    αιτιατική την αγκύλωση τις αγκυλώσεις
     κλητική αγκύλωση αγκυλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγκυλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγκύλωση θηλυκό

  1. (ιατρική) πιάσιμο σε μύες που οφείλεται σε παρατεταμένο τέντωμά τους σε σταθερή θέση, δυσκολία κάμψης των μελών του σώματος
     συνώνυμα: πιάσιμο, τράβηγμα
  2. η έλλειψη προσαρμοστικότητας στη μεταβολή των νέων συνθηκών
     συνώνυμα: δυσπροσαρμοστικότητα, δυσκαμψία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία