Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκύλωση οι αγκυλώσεις
      γενική της αγκύλωσης* των αγκυλώσεων
    αιτιατική την αγκύλωση τις αγκυλώσεις
     κλητική αγκύλωση αγκυλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγκυλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκύλωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγκύλωσις < ἀγκυλῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anˈɟi.lo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκύ‐λω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγκύλωση θηλυκό

  1. (ιατρική) πιάσιμο σε μύες που οφείλεται σε παρατεταμένο τέντωμά τους σε σταθερή θέση, δυσκολία κάμψης των μελών του σώματος
     συνώνυμα: πιάσιμο, τράβηγμα
  2. η έλλειψη προσαρμοστικότητας στη μεταβολή των νέων συνθηκών
     συνώνυμα: δυσπροσαρμοστικότητα, δυσκαμψία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία