Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυσκαμψία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δυσκαμψί
α
οι
δυσκαμψί
ες
γενική
της
δυσκαμψί
ας
των
δυσκαμψι
ών
αιτιατική
τη
δυσκαμψί
α
τις
δυσκαμψί
ες
κλητική
δυσκαμψί
α
δυσκαμψί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυσκαμψία
<
δύσκαμπτος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δυσκαμψία
θηλυκό
(
ιατρική
)
η
δυσκολία
στην
κάμψη
, στο
λύγισμα
η
δυσκαμψία
των αρθρώσεων μπορεί να είναι σημείο ρευματοπάθειας
η
δυσκολία
να προσαρμοστεί κάποιος σε νέες συνθήκες και να αλλάξει συνήθειες, τρόπους αντιμετώπισης κλπ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυσκαμψία
γαλλικά
:
raideur
(fr)
,
rigidité
(fr)