ενικός         πληθυντικός  
rigidité rigidités

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rigidité (fr) θηλυκό

  1. η ακαμψία, η δυσκαμψία
  2. (μεταφορικά) το ανένδοτο ενός χαρακτήρα
  3. (κατ’ επέκταση) η οπισθοδρομικότητα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη rigide