ανένδοτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανένδοτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνένδοτος < ἀ- + αρχαία ελληνική ἐνδίδωμι (υποχωρώ) < ἐν + δίδωμι
Επίθετο
επεξεργασίαανένδοτος
Συνώνυμα
επεξεργασία- Ανένδοτος (ελληνική ιστορία: ο ανένδοτος αγώνας)
- ανυποχώρητος
- αδιάλλακτος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανένδοτος
- → δείτε τη λέξη ανυποχώρητος