Δείτε επίσης: ανέκδοτο, ἀνέκδοτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέκδοτος η ανέκδοτη το ανέκδοτο
      γενική του ανέκδοτου της ανέκδοτης του ανέκδοτου
    αιτιατική τον ανέκδοτο την ανέκδοτη το ανέκδοτο
     κλητική ανέκδοτε ανέκδοτη ανέκδοτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέκδοτοι οι ανέκδοτες τα ανέκδοτα
      γενική των ανέκδοτων των ανέκδοτων των ανέκδοτων
    αιτιατική τους ανέκδοτους τις ανέκδοτες τα ανέκδοτα
     κλητική ανέκδοτοι ανέκδοτες ανέκδοτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανέκδοτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνέκδοτος < αρχαία ελληνική ἀνέκδοτος (ανύπαντρη κόρη)

  Επίθετο

επεξεργασία

ανέκδοτος, -η, -ο

  1. οποιασδήποτε μορφής κείμενο (αλληλογραφία, διήγημα κλπ.) που δεν έχει δημοσιευτεί
     συνώνυμα: ακυκλοφόρητος, αδημοσίευτος
  2. (για εγκληματία) που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί
  3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) σύντομη διήγηση πραγματικού ή φανταστικού επεισοδίου με χιουμοριστικό περιεχόμενο

Συγγενικά

επεξεργασία


  Μεταφράσεις

επεξεργασία