ανέκδοτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανέκδοτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνέκδοτος < αρχαία ελληνική ἀνέκδοτος (ανύπαντρη κόρη)
Επίθετο
επεξεργασίαανέκδοτος, -η, -ο
- οποιασδήποτε μορφής κείμενο (αλληλογραφία, διήγημα κλπ.) που δεν έχει δημοσιευτεί
- (για εγκληματία) που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) σύντομη διήγηση πραγματικού ή φανταστικού επεισοδίου με χιουμοριστικό περιεχόμενο
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ανέκδοτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανέκδοτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)