ανεκδοτολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεκδοτολογία < ανεκδοτολόγος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανεκδοτολογία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά συνήθως μειωτικά) η συλλογή ανεκδότων ή ο γραπτός ή προφορικός λόγος που περιέχει πολλά ανέκδοτα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ανεκδοτολόγος, ανέκδοτο και δίνω