Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεκδοτολόγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
ανεκδοτολόγ
ος
οι
ανεκδοτολόγ
οι
γενική
του
/
της
ανεκδοτολόγ
ου
των
ανεκδοτολόγ
ων
αιτιατική
τον
/
την
ανεκδοτολόγ
ο
τους
/
τις
ανεκδοτολόγ
ους
κλητική
ανεκδοτολόγ
ε
ανεκδοτολόγ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεκδοτολόγος
<
ανέκδοτ(ο)
+
-ο-
+
-λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανεκδοτολόγος
αρσενικό ή θηλυκό
που
αρέσκεται
να λέει
ανέκδοτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεκδοτολόγος
αγγλικά
:
raconteur
(en)
,
anecdotist
(en)