↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανέκδοτο τα ανέκδοτα
      γενική του ανεκδότου
ανέκδοτου
των ανεκδότων
    αιτιατική το ανέκδοτο τα ανέκδοτα
     κλητική ανέκδοτο ανέκδοτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανέκδοτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανέκδοτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνέκδοτον (έργο που δεν έχει εκδοθεί) (στον πληθυντικό αριθμό ἀνέκδοτα) < αρχαία ελληνική ἀνέκδοτος ((για κόρη) που δεν έχει παντρευτεί)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈnek.ðo.to/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανέκδοτο ουδέτερο

  1. η μικρή ιστορία που στόχο έχει να προκαλέσει γέλιο
  2. το συμβάν που αφορά ιστορικούς χρόνους αλλά δεν θεωρείται, επίσημα, σαν μέρος της ιστορίας και ίσως δεν έχει επαληθευθεί

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ανέκδοτο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανέκδοτο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.