ανέκδοτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανέκδοτο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈnek.ðo.to/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανέκδοτο ουδέτερο
- η μικρή ιστορία που στόχο έχει να προκαλέσει γέλιο
- το συμβάν που αφορά ιστορικούς χρόνους αλλά δεν θεωρείται, επίσημα, σαν μέρος της ιστορίας και ίσως δεν έχει επαληθευθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανέκδοτο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανέκδοτο