ενικός         πληθυντικός  
anecdote anecdotes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

anecdote (en)


  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
anecdote anecdotes

anecdote (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία