anecdotique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.nɛk.dɔ.tik/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
anecdotique | anecdotiques |
anecdotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
anecdotique | anecdotiques |
anecdotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό