Δείτε επίσης: ανέκδοτος, ανέκδοτο
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνέκδοτος τὸ ἀνέκδοτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνεκδότου τοῦ ἀνεκδότου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνεκδότ τῷ ἀνεκδότ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνέκδοτον τὸ ἀνέκδοτον
     κλητική ! ἀνέκδοτε ἀνέκδοτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνέκδοτοι τὰ ἀνέκδοτ
      γενική τῶν ἀνεκδότων τῶν ἀνεκδότων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνεκδότοις τοῖς ἀνεκδότοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνεκδότους τὰ ἀνέκδοτ
     κλητική ! ἀνέκδοτοι ἀνέκδοτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνεκδότω τὼ ἀνεκδότω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνεκδότοιν τοῖν ἀνεκδότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνέκδοτος ήδη τον 5ο αιώνα πκε < ἀν- στερητικό + ἔκδοτος (ρηματικό επίθετο του ἐκδίδωμι)[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀνέκδοτος, -ος, -ον

  1. (για κόρη) που δεν έχει παντρευτεί
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Κατὰ Ἀγοράτου ἐνδείξεως, 45
    οἳ ἤλπιζον ὑπὸ τῶν σφετέρων αὐτῶν παίδων γηροτροφηθέντες, ἐπειδὴ τελευτήσειαν τὸν βίον, ταφήσεσθαι, οἱ δὲ ἀδελφὰς ἀνεκδότους, οἱ δὲ παῖδας μικροὺς πολλῆς ἔτι θεραπείας δεομένους:
    ※  4ος πκε αιώνας Ψευδο-Δημοσθένης, Κατὰ Νεαίρας, 8 @scaife.perseus
    ἔτι δὲ καὶ ἡ ἑτέρα θυγάτηρ ἀνέκδοτος ἔμελλεν ἔσεσθαι·
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Στεφάνου ψευδομαρτυριῶν α′, 74 @scaife.perseus
    τὰς δʼ ἡμετέρας θυγατέρας μελλούσας διʼ ἔνδειαν ἀνεκδότους ἔνδον γηράσκειν περιορᾷ.
    ※  1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv), 2.125, @scaife.perseus
    παρθένοι δὲ ἐὰν ἀπολειφθῶσιν ἀνέκδοτοι, προικὸς ὑπὸ ζώντων ἔτι τῶν γονέων μὴ διωρισμένης, ἰσομοιρείτωσαν τοῖς ἄρρεσιν.
  2. (ελληνιστική σημασία) (για θεραπεία) μυστικός
    ※  πιθανόν 4ος κε αιώνας Φιλούμενος, De venenatis animalibus eorumque remediis, 10.9, @scaife.perseus
    ταύταιϲ χρῶ ἐπὶ τῶν δηγμάτων ἀμφοτέραιϲ. ἔϲτι δὲ αὕτη ἀφλέγμαντοϲ ἐπὶ παντὸϲ ἰοῦ, καὶ ἔϲτιν ἀνέκδοτοϲ ἡ τοιαύτη δύναμιϲ.
  3. (ελληνιστική σημασία) αδημοσίευτος, ανέκδοτος
    ※  1ος πκε αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 1, 4.6 @scaife.perseus
    ἐπεὶ δʼ ἡ μὲν ὑπόθεσις ἔχει τέλος, αἱ βίβλοι δὲ μέχρι τοῦ νῦν ἀνέκδοτοι τυγχάνουσιν οὖσαι, βούλομαι βραχέα προδιορίσαι περὶ ὅλης τῆς πραγματείας.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανέκδοτο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.