Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδημοσίευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αδημοσίευτ
ος
η
αδημοσίευτ
η
το
αδημοσίευτ
ο
γενική
του
αδημοσίευτ
ου
της
αδημοσίευτ
ης
του
αδημοσίευτ
ου
αιτιατική
τον
αδημοσίευτ
ο
την
αδημοσίευτ
η
το
αδημοσίευτ
ο
κλητική
αδημοσίευτ
ε
αδημοσίευτ
η
αδημοσίευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αδημοσίευτ
οι
οι
αδημοσίευτ
ες
τα
αδημοσίευτ
α
γενική
των
αδημοσίευτ
ων
των
αδημοσίευτ
ων
των
αδημοσίευτ
ων
αιτιατική
τους
αδημοσίευτ
ους
τις
αδημοσίευτ
ες
τα
αδημοσίευτ
α
κλητική
αδημοσίευτ
οι
αδημοσίευτ
ες
αδημοσίευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδημοσίευτος
<
α-
στερητικό +
δημοσιεύω
+ κατάληξη ρηματικών επιθέτων
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αδημοσίευτος, -η, -ο
που δεν έχει
δημοσιευτεί
ακόμη
ένα
αδημοσίευτο
ποίημα του μεγάλου ποιητή βρέθηκε στο αρχείο του
Αντώνυμα
επεξεργασία
δημοσιευμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδημοσίευτος
αγγλικά
:
unpublished
(en)
γαλλικά
: non
publié
(fr)